- αγύψωτος
- η , ο не оштукатуренный гипсом; без гипсовых украшений;
ταβάνι αγύψωτο — потолок без гипсовых украшений;
2) негипсованный (о вине);3) мед. не положенный в гипс (при переломах)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταβάνι αγύψωτο — потолок без гипсовых украшений;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αγύψωτος — η, ο 1.αυτός που δεν έχει χριστεί με γύψο: Ο τοίχος έμεινε αγύψωτος. 2. αυτός που δεν περιέχει γύψο: Το κρασί αυτό είναι αγύψωτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγύψωτος — η, ο [γυψώνω] 1. αυτός που δεν γυψώθηκε, δεν επιχρίστηκε με γύψο 2. αυτός που δεν διακοσμήθηκε με γυψώματα 3. αυτός που δεν περιέχει γύψο … Dictionary of Greek